Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Μόλις...



Μόλις, ξεκουμπιστούν τα βαρίδια της ζωής μου…

Μόλις, φύγουν για άλλες παραλίες τα ουφ, μπουφ, αουφ…άκια μου…

Μόλις, το πάρω αλλιώς…

Μόλις, ξυπνήσω χαμογελώντας στραβά…

Μόλις, αγαπήσω τα «δεν», τα «πρέπει», τους κανόνες…

Μόλις, νιώσω ξανά, σαν πιτσιρίκι…

Μόλις, ο φόβος γίνει μπαλόνι που σκάει στην πρώτη ευκαιρία…

Μόλις, χαζέψω πάλι, μια προχειροβαμμένη πόρτα, ένα ανοιχτό παράθυρο, ένα άγνωστο πρόσωπο ...

via lifo.gr


Μόλις, αφεθώ σε μια παλιά μουσική…

Μόλις, αρχίσω να μην λυπάμαι όταν βλέπω παλιές φωτογραφίες…

Μόλις ο χρόνος μου πάψει να είναι «υπό προθεσμία»…

Μόλις, αρχίσω να σχεδιάζω καινούρια ταξίδια…

Μόλις, καταλάβω πως το «τέλος δεν είναι εδώ»…

Μόλις, μυρίσω ξανά, το πρόσωπο της κόρης μου και μια κούπα ζεστής σοκολάτας…

Μόλις, τα κόκκινα φώτα των φρένων, γίνουν φώτα πορείας…

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Υπερταχείες....



Σταθμός αναμονής για την υπερταχεία του πουθενά…
Θολά τζάμια, μπόχα καπνού, αόρατοι επιβάτες…
Όχι τόσο για μένα, τους ξεχωρίζω, αχνές φιγούρες που ξερνάνε…
Σάπιους έρωτες, τα πρέπει που δεν έγιναν θέλω, μια μακρινή, γυμνή μορφή, τα σαλεμένα μυαλά στη γραμμή των οριζόντων, ένα κουβαριασμένο κουφάρι, αυτόν με το τριμμένο πανωφόρι, τραγουδάει, ξέρεις, συνέχεια, τον ίδιο σκοπό, τη γόησσα μιας άλλης εποχής που εξακολουθεί να πουδράρει τη μύτη της, το παιδί του μαγαζιού, ζητάει επίμονα νέες παραγγελίες, πρέπει να κλείσει ταμείο…
Ώσπου να φανεί...Ο ταχύτερος συρμός …
Χωρίς, background καπνού…




Η Άννα Καρένινα αυτοκτόνησε αιώνες πριν…
Ο τύπος που τραγουδάει συνέχεια εμφανίζεται πρώτος…
Σκαλώνει πρώτος, στα πρώτης τάξης βαγόνια…
Τραγουδάει πάντα..

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Waltz in E minor...



Γκρίζος ήλιος προσπαθεί, εις μάτην, να διεισδύσει, μέσα από σπασμένα τζάμια και ξεχαρβαλωμένες γρίλιες…

Σκοτεινοί διάδρομοι χωρίς τέλος…

Ο ρεσεψιονίστ, ντυμένος με στολή βαρονέτου, που της λείπουν τα τελευταία κουμπιά, η λευκή του περούκα φορεμένη ανάποδα, καλωσορίζει τους ενοίκους…

Μαύρα κουφάρια, τυφλά, χωρίς φύλο, τα γνωρίζει και τα οδηγεί…

Σε μουχλιασμένα δωμάτια, η βελούδινη ταπετσαρία χάσκει, σχηματίζοντας στραβά χαμόγελα…

Δεν υπάρχει οροφή, ούτε πάτωμα…

Νερό…

Τα κουρελιασμένα σώματα στροβιλίζονται υπό τον ήχο  του Waltz in E minor , αιωρούνται, μουσκεύονται, αλλά δεν βουλιάζουν…



Άλλωστε, η «Κόλαση» του  Bosch  κρέμεται παντού


Η γυναίκα με τα άσπρα χτυπάει το κουδούνι στο γκισέ…


Χωρίς ανταπόκριση…

Ο βαρονέτος αναγνωρίζει μόνο τα μαύρα κουφάρια…          

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Μια μέρα, μιας μύγας...



Είσαι μια μικρή, συνηθισμένη μύγα…
Χωρίς ιδιαίτερο εκτόπισμα, αλογόμυγα, κρεατόμυγα, αυτές έχουν όγκο και κυρίως, στόχο …
Εσύ, ασήμαντη, οι περισσότεροι σε διώχνουν με μια κομψή κίνηση του χεριού τους, αποφασίζεις ξαφνικά, να κάνεις το «μόνον της ζωής σου ταξείδιον»…
Επιλέγεις τα δύσκολα…
Από τα υπέργεια, στα υπόγεια…
Καταφέρνεις να μπεις, χωρίς να σε πάρουν χαμπάρι, στο Μετρό, τέταρτο βαγόνι, του συρμού Δουκίσσης Πλακεντίας-Αγία Μαρίνα, πρωί Παρασκευής…




Πετάς, στην αρχή αδιάφορη, χωρίς να εστιάζεις και ξαφνικά προσγειώνεσαι…
Στο μανίκι ενός ολόλευκου πουκαμίσου του τύπου που είναι βυθισμένος στο tablet του…
Στο φαλακρό κεφάλι, με τα μαλλιά τεχνιέντως τοποθετημένα, πλάγια,  έχει καλέσει τις εφεδρείες από τα «μετώπισθεν» στην «πρώτη γραμμή», του μεσήλικα που αρνείται τον χρόνο…
Στο κομψό, κόκκινο νύχι της ευειδούς δεσποσύνης…
Στην εφημερίδα, αλήθεια πως στέκουν τόσο ατσαλάκωτα και καλοδιπλωμένα τα φύλλα της, του διψασμένου για «νωπά» νέα, παππού, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά στην άκρη της μύτης του…
Στο δικό μου χέρι…
Σε παρατηρώ, είσαι ακίνητη και οσμίζεσαι…
Το σάπιο κρέας, την παρακμή, μια σταγόνα θλίψης, την παραίτηση, το σκοτωμένο «εγώ», τη μπόχα του βολεμένου, την καλά κρυμμένη αποσύνθεση…
Κατέβηκα στη στάση «Ευαγγελισμός» και σ’ έχασα…
Ήθελα να μ’ ακολουθήσεις, αλλά ο κόσμος μεγάλος κι εσύ σχεδόν ανύπαρκτη…
Μια μύγα…

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

«Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη»…



«Το  γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη»…

Ερωτεύομαι όμως…


Γιάννης Μόραλης, Ερωτικό, 1998

Δρόμους παλιούς, φθινοπωρινά απομεσήμερα, φθαρμένα  λάστιχα από νταλίκες στην εθνική, τη μυρωδιά της πίσσας σ’ έναν μόλις ασφαλτοστρωμένο δρόμο,  το  φρέσκο  αίμα στα σφαγεία ζώων και ψυχών, τα  σάπια φρούτα και λαχανικά στην κεντρική, όσους ψάχνουν σε κάδους απορριμμάτων,  όσους  ζητάνε την έσχατη τζούρα από το τσιγάρο που δεν μπορούν να καπνίσουν, αυτούς που ρουφάνε με μανία την τελευταία σταγόνα από ένα δανεικό ποτήρι,  τους πολύ βραδινούς εφιάλτες,  τους  «αλλοπαρμένους»,  τους μουσικούς που παίζουν αλλόκοτες μελωδίες, αυτούς που γράφουν μετά τα μεσάνυχτα, την παρατημένη Barbie στα σκουπίδια της πόρτας μου,  ένα ξαφνικό «χαστούκι»,  την  Ομόνοια, την Πειραιώς, τη Βούλγαρη στις  πρωινές ώρες,  τα «σκυλάδικα» με έναν και μόνο ακροατή,  τον τελευταίο πρόσφυγα που βγαίνει μουσκεμένος  από τη λαστιχένια βάρκα, τους δαίμονες και τα στοιχειά,  τους  χορταριασμένους  τάφους  σε πρώτης  τάξεως νεκροταφεία, τις μαύρες  γάτες με τα κίτρινα μάτια,  τα «θέλω» που μου ξεφεύγουν,  τα «μπορώ» που δειλιάζουν…


Ερωτεύομαι…

Παλιούς ήρωες και σχισμένα παραμύθια, τα «κατά Σαδδουκαίων πάθη»…

Ερωτεύομαι…