Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

White night

Νύχτα κραυγές...
Νύχτα κλείδωμα του θαλάμου...
Νύχτα χτύπημα του λουκέτου στα κάγκελα...
Νύχτα έμβρυο...
Νύχτα ουρλιαχτά...
Νύχτα σε δένουν στο κρεβάτι...
Νύχτα όνειρα...
Νύχτα νερό...
Νύχτα μην αντιδράς...
Νύχτα βελόνα στη φλέβα...
Νύχτα νάρκη...
Νύχτα δεν είσαι εσύ...
Νύχτα χωρίς εγώ...
Νύχτα λευκό κελί...
Νύχτα λευκοί φρουροί...
Νύχτα ουρλιαχτά...
Νύχτα το φως του φακού πάνω σου...
Νύχτα, "τί θέλεις"...
Νύχτα σχεδόν τίποτα...
Νύχτα σχεδόν κανείς...







Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Εlves

Τον τελευταίο καιρό διάβαζε με μανία βιβλία «οριακά», ήταν σε περίοδο αποθεραπείας από βαριά κατάθλιψη και ξεκινώντας από την αρχή, προσπαθούσε να εστιάσει σε ιστορίες που της επέτρεπαν να συγκεντρωθεί για κάποιες ώρες σ’ ένα συγκεκριμένο κείμενο, μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας».
Τα πήγαινε καλά, γελούσε λίγο περισσότερο, το κενό βλέμμα είχε αντικατασταθεί από μία ακατάσχετη ανάγκη να μην την ενοχλεί κανείς, ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισε να καπνίσει έπειτα από καιρό, τον είδε να διαγράφεται αχνά στην αρχή, πιο ξεκάθαρα στη συνέχεια, κυρίως έβλεπε δύο πορφυρές σχισμές στη θέση των ματιών, έδιωξε με το χέρι τον καπνό κι έμεινε εμβρόντητη: Ανάμεσα, στην Κοκκινοσκουφίτσα και τον Κακό Λύκο, τη Χιονάτη με τους Επτά Νάνους, τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ, νεράιδες, ξωτικά, μια τεράστια Τίγκερ Μπελ κι έναν ελάχιστο Πήτερ Παν, είδε Αυτόν, χωρίς πρόσωπο, να την ξεγυμνώνει, δεν ένιωθε ντροπή ούτε απέχθεια, αφέθηκε, τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της, ένιωσε –απ’ ό,τι μπόρεσε αργότερα να θυμηθεί- τον πιο έντονο οργασμό της ως τότε ζωής της. 
Η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη, ξύπνησε στην ώρα της, έφτασε λίγο νωρίτερα στο γραφείο, την ώρα που άνοιγε τα παράθυρα, είδε στο τζάμι  δύο μάτια σαν πορφυρές σχισμές, τις αγνόησε, έσκυψε και πάτησε το on στον υπολογιστή της.


Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Red flame shadows

Έλεγε και υπερασπιζόταν με πάθος πως δεν την ενδιαφέρουν οι κριτικές για τα όσα έγραφε κατά καιρούς...
Κάπως έτσι ξεκίνησε στην αρχή, αταβιστικά, ανώδυνα κείμενα, κάτι σαν προσωπικό διαδραστικό ημερολόγιο που πίστευε πως θα το μοιραζόταν, μισό να προσέξω αν έχει δέσει η σάλτσα του κοκκινιστού, μισό να πάρω τα πάνω-πάνω της σκόνης, αραχνιάσαμε εδώ μέσα, μισό να σκεφτώ...

Εκεί κάπου συνειδητοποίησε πως η σκέψη της πνιγόταν, ο καπνός από τη χύτρα ταχύτητας είχε αρχίσει, ξεκινώντας από την κουζίνα, να αιωρείται σ’ όλο το σπίτι, καιγόταν μαζί με το κοκκινιστό, δεν μπορούσε και δεν την ένοιαζε να προσπαθήσει...

Αντίθετα, καθισμένη σε μία γωνιά απολάμβανε τις ακαθόριστες φιγούρες της φωτιάς...

Η ιστορία δεν έχει τέλος γιατί οι σοφοί προνόησαν να τη σβήσουν έγκαιρα...
Έμεινε ένας μικρός καπνός...
Αυτόν, δεν μπόρεσε να τον τιθασεύσει κανείς και οι μύθοι λένε πως ταξίδεψε πολύ μακρύτερα από την απέναντι πολυκατοικία...
Αιωρείται ακόμα...



Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Εγώ, εσύ κι όλοι οι γνωστοί...

Συνελήφθη κυρία με τα όλα της  να γράφει παρανοϊκές ιστορίες, μ' ένα essence μελούρας...
Ήταν γενικά ήσυχη, δεν πολυμιλούσε, δεν ενοχλούσε, γούσταρε μετά από εξονυχιστικές ψυχικές διερευνήσεις, να περνάει αόρατη...
Σεμνά και ταπεινά, έβγαζε εις πέρας, μεθ’ επαίνων τη δουλειά της μέρας, όλοι είχαν να λένε για την ταχύτητα διεκπεραίωσης ακόμα και των πλέον δύσκολων θεμάτων, ήταν ένα πρότυπο ...

Μέχρι που είδε αυτό το γαμημένο όνειρο...
Ήταν γυμνή, θεόγυμνη, κι έτρεχε πηδώντας αλατιές...
Ως γνωστόν το αλάτι ανεβάζει την πίεση, αλλά εκείνη ήταν πάντα υποτασική...
Το τέλος της ιστορίας δεν το γνωρίζουμε, πάντως δεν συνελήφθη ξανά ποτέ...


Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

In memoriam


Λάσπη, σπασμένο μάρμαρο, λευκό σεντόνι, κόκκινο κρασί, γκρίζο γραφείο, υπομονή, σιδερένιο κουτί, στιγμές για τους πεθαμένους, υπογραφές, λευκό τριαντάφυλλο, ράφια dexion, ψυχή, μοναξιά, λάθος μήνυμα, το καλύτερο φόρεμα, φιλί σε παγωμένο πρόσωπο, όσα δεν χωράνε πουθενά, χώμα, είσαι μακριά, ανάγκη, αγωνία, λείπεις, είμαι εδώ, φτυαριές στον ήχο μου, κύκλος, πρόλαβες, κρυώνω, αμάραντοι , είμαι εδώ, μνήμη, εγώ, εδώ, τέλος.








Blue velvet

Μπλε βελούδινο φόρεμα, ασορτί σατέν φιόγκος, περήφανη εσύ βασίλισσα του λεπτού, όσο κρατάει το κλικ της ξεχαρβαλωμένης φωτογραφικής μηχανής, χρόνια πριν...

«Πέρασεν η ώρα», το μπλε του βελούδου ξεθώριασε ανάμεσα σε χαμηλές φωνές «κοίτα πόσο ψήλωσε, του χρόνου δεν θα της κάνει», έχεις πάψει από καιρό να τις ακούς, κομμάτια από μπλε βελούδο γαντζώνονται σε ξερά κλαδιά, δεν λες όχι, σ’ αρέσει αυτός ο κυματισμός, το μπλε ήταν πάντα το χρώμα σου, μπλέκεται στα μαλλιά σου...
Tώρα, όμως όχι«πέρασεν ο χρόνος», άλλαξες χρώμα, οι λωρίδες αιωρούνται χωρίς στόχο, ο τελευταίος εραστής σου γελάει, ποιο μπλε, αφήνεσαι στο γκρίζο του, ξεγυμνώνεσαι μπροστά σε γκρίζο φόντο, ερωτεύεσαι σπασμωδικά μπροστά σε γκρίζο φόντο... 
Μόνο που φευγαλέα, ξεχωρίζεις αχνά, έναν μπλε σατέν φιόγκο που δεν μπορεί να σταθεί πια πουθενά...
Σωριάζεται σε μικρά κομμάτια, μετά τον τελευταίο «γκρίζο οργασμό», δίπλα σου...
Είναι δικός σου...
Μπλε...